τύλλος

τύλλος
τύλλος
box
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τύλλος — ὁ, Α κιβώτιο, κασέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • τύλλε — τύλλος box masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλλον — τύλλος box masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλλου — τύλλος box masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύλλῳ — τύλλος box masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καμίλλη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ηρωίδα και βασίλισσα των Ουόλσκων. Βοήθησε τον Τύρνο ως επικεφαλής του ιππικού του στον αγώνα εναντίον του Αινεία. Τραυματίστηκε θανάσιμα όταν όρμησε να σκοτώσει τον ιερέα της Κυβέλης, αλλά τον θάνατό της εκδικήθηκε η… …   Dictionary of Greek

  • Νουμάς, Πομπίλιος — (8ος – 7ος αι. π.Χ.). Διάδοχος του Ρωμύλου ως βασιλιάς της Ρώμης. Οι Ρωμαίοι απέδιδαν σε αυτόν πολλούς θρησκευτικούς θεσμούς τους, γιορτές, θυσίες και άλλες ιεροτελεστίες, τον θεσμό των Εστιάδων παρθένων και τους Σαλίους (ιερείς του Άρη). Λέγεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”